- σηροκτονος
- σηροκτόνος2лак. Arph. = θηροκτόνος См. θηροκτονος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σηροκτόνος — ον, Α λακων. προφ. τού θηροκτόνος* («ἀγρότερ Ἄρτεμι σηροκτόνε μόλε δεῡρο», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
σηροκτόνε — σηροκτόνος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)